μεγαλεμπόρως

μεγαλεμπόρως
μεγαλέμπορος
wholesale merchant
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγαλέμπορος — και μεγαλέμπορας, ο (ΑM μεγαλέμπορος) αυτός που εμπορεύεται μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και διαθέτει μεγάλα κεφάλαια. επίρρ... μεγαλεμπόρως (Μ) κατά τον τρόπο τών μεγαλεμπόρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”